- υποτέλειος
- -εία, -ον, ΜΑ [τέλειος]φρ. «ὑποτελεία στιγμή» — η άνω στιγμήαρχ.φρ. «ὑποτέλειοι ἀριθμοί» — οι αριθμοί που είναι μεγαλύτεροι από το άθροισμα τών διαιρετών τους («...οἱ μὲν ὑπερτέλειοί εἰσιν, ὡς ὁ δώδεκα... οἱ δὲ ὑποτέλειοι, ὡς ὁ ὀκτώ», Μεθόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.